ράθυμος

ράθυμος
-η, -ο / ῥάθυμος, -ον, ΝΜΑ, και ῥᾴθυμος, -ον, Α
ο απρόθυμος για εργασία, αυτός που δεν έχει καμία διάθεση για δράση, νωθρός, οκνηρός
νεοελλ.
αράθυμος
αρχ.
1. επιπόλαιος
2. (για ύφος λόγου) ανώμαλος ή ακατάστατος
3. αυτός που γίνεται χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα, άνετος, εύκολος («ῥάθυμον αὑτοῑς κατεστήσαντο τὸν βίον», Ισοκρ.).
επίρρ...
ραθύμως / ῥαθύμως ΝΜΑ, και ράθυμα Ν
με ραθυμία, με νωθρότητα, νωχελικότητα
αρχ.
1. με απροσεξία, επιπολαιότητα ή αμέλεια
2. με ψυχική ηρεμία, ή και απάθεια («ταῡτα... ῥαθύμως φέρετε», Ανδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ῥᾶ /ῥᾴ «εύκολα, χωρίς κόπο» + θυμός «ψυχή» (πρβλ. οξύ-θυμος). Αμφίβολη θεωρείται η γρφ. τού τ. με υπογεγραμμένη, γεγονός που θα προϋπέθετε παρουσία -ι- στο θ. τής λ. (πρβλ. καλλίζωνος), βλ. και λ. ῥᾶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥάθυμος — light hearted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράθυμος — η, ο νωθρός, οκνηρός, απρόθυμος για δουλειά: Στην αρχή ήταν ράθυμος, αργότερα όμως εξελίχτηκε σε τεμπέλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥᾴθυμος — ῥᾴθῡμος , ῥᾴθυμος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαθυμώτερον — ῥάθυμος light hearted masc acc comp sg ῥάθυμος light hearted neut nom/voc/acc comp sg ῥάθυμος light hearted adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαθύμως — ῥάθυμος light hearted adverbial ῥάθυμος light hearted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάθυμον — ῥάθυμος light hearted masc/fem acc sg ῥάθυμος light hearted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαθυμώτεροι — ῥάθυμος light hearted masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαθύμοις — ῥάθυμος light hearted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαθύμου — ῥάθυμος light hearted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαθύμους — ῥάθυμος light hearted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”